αντωνυμικός

αντωνυμικός
η , ό[ν] местоименный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αντωνυμικός" в других словарях:

  • αντωνυμικός — ή, ό (Α ἀντωνυμικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αντωνυμία νεοελλ. ο παραγόμενος από αντωνυμία …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην αντωνυμία ή παράγεται από αντωνυμία: Στη νεοελληνική γλώσσα έχουμε αντωνυμικά επιρρήματα (π.χ. πού, πώς, αλλού, παντού κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντωνυμικά — ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc pl ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc/acc dual ἀντωνυμικά̱ , ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικόν — ἀντωνυμικός pronominal masc acc sg ἀντωνυμικός pronominal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικαί — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικοῖς — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικοῦ — ἀντωνυμικός pronominal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικῆς — ἀντωνυμικός pronominal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικῇ — ἀντωνυμικός pronominal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμική — ἀντωνυμικός pronominal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντωνυμικήν — ἀντωνυμικός pronominal fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»